στειλιαρώνω

στειλιαρώνω
1. περνάω στειλιάρι στην αξίνα.
2. δέρνω: Τον στειλιάρωσε για τα καλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στειλιαρώνω — και στελιαρώνω Ν [στειλιάρι] 1. προσαρμόζω στειλιάρι σ ένα εργαλείο 2. δέρνω πολύ κάποιον, ξυλοκοπώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”